Athens Authentic Marathon
Run Greece
Αρχική Ειδήσεις Καλεντάρι Αποτελέσματα Ενημέρωση Εικόνες Άρθρα Εξοπλισμός Forum Διαφήμιση
Acerbis Sportitalia NSCoaching My Athlete Energy Photos Energy Races Kasimis Training
Άρθρα
Runner Store Saucony

Eco life

BNZ Compression Quarter

ASAP GRD Imittos

X-treme Stores
Cetilar
04 Μάρ 22 ← πίσω

Υπεραποστάσεις «Η Στροφή στην Εσωτερικότητα του Εαυτού». Μια Φαινομενολογική Εμπειρική Έρευνα

Ιωάννης Λουκάς, Ιωάννης Γκιόσος

Υπεραποστάσεις «Η Στροφή στην Εσωτερικότητα του Εαυτού».

Μια Φαινομενολογική Εμπειρική Έρευνα.

 


Ιωάννης Λουκάς, Μεταπτυχιακός φοιτητής ΣΕΦΑΑ ΑΘΗΝΩΝ

Ιωάννης Γκιόσος, Αναπληρωτής καθηγητής ΣΕΦΑΑ ΑΘΗΝΩΝ

 


Ioannis Loukas, Post-graduated student School of Physical Education and Sport Science, National and Kapodistrian University of Athens

email: iloukas@phed.uoa.gr, τηλέφωνο: 6979272657

Yiannis Giossos, Associate Professor School of Physical Education and Sport Science, National and Kapodistrian University of Athens

 

Περίληψη

Οι δρόμοι υπεραποστάσεων είναι ένα ιδιαίτερα επίπονο αγώνισμα το οποίο απαιτεί από τους αθλητές να ξεπεράσουν τα σωματικά και πνευματικά τους όρια κάτι που τους οδηγεί σε πρωτόγνωρα βιώματα. Σε αντίθεση με άλλες ακραίες δραστηριότητες οι οποίες έχουν μελετηθεί αρκετά οι δρόμοι υπεραποστάσεων δεν έχουν ερευνηθεί αναλυτικά. Σκοπός της έρευνας ήταν να ερευνήσει την βιωματική εμπειρία των αθλητών υπεραποστάσεων και να απαντήσει στο ερώτημα αν ταυτίζεται με τα βιώματα αθλητών διαφορετικών ακραίων αθλημάτων. Στην έρευνα χρησιμοποιήθηκε η φαινομενολογική μέθοδος στην οποία συμμετείχαν 8 αθλητές. Τα αποτελέσματα ανέδειξαν τέσσερις κατηγορίες της βιωματικής εμπειρίας των αθλητών. α) την Αίσθηση της Στιγμής, β) την Ανεστιότητα, γ) την Δοκιμασία, δ) την Ελευθερία και Αυτονομία. Συμπερασματικά το κυρίως εύρημα της έρευνας είναι ότι η ουσία των αγώνων υπεραποστάσεων είναι η στροφή στην Εσωτερικότητα του Εαυτού, και ότι η βιωματική εμπειρία έχει κοινά στοιχεία με τα υπόλοιπα ακραία αθλήματα.

 

ΛΕΞΕΙΣ ΚΛΕΙΔΙΑ: ακραία σπορ, βιωματική εμπειρία, υπεραποστάσεις, υπερμαραθώνιος, φαινομενολογία

 

Ultrarunning «A Turn in the Inner Part of the Self». A Phenomenological Study.

 

Abstract

Ultrarunning is an extremely intense sport which drives the athletes to overcome their physical and mental limits and leads them to a unique experience. In contrast with other extreme sports which they have been studied ultrarunning lacks of numerous studies to explore the experiences of ultrarunners. The purpose of the current study is to explore the experience of ultrarunning and to answer the question if these emotions have much in common with the experiences of other extreme sports. A phenomenological method was used with 8 participants. The main finding of the study is that ultrarunning leads to four categories of experience. a) Being in the Moment, b) Being-nowhere, c) the Task, d) Freedom and Autonomy. In conclusion the essence of ultrarunning experience is a turn in the inner part of the Self and finally it corresponds with the experience of other extreme sports.

 

KEY WORDS: extreme sports, experience, ultramarathon, phenomenology

 

Εισαγωγή

Τα αγωνίσματα υπερμαραθωνίου δρόμου (>42χλμ), γνωστά ως υπεραποστάσεις, διαρκούν ιδιαίτερα μεγάλο διάστημα (Zaryski & Smith, 2005) και επιφέρουν μεγάλη καταπόνηση στο σώμα (π.χ. Jeukendrup, 2017; Khodaee, Spittler, Vanbaak, Changstrom & Hill, 2015; Spiropoulos, Goussetis, Margeli, Premetis, Skenderi & Graphakos, 2010). Η μεγάλη χρονική διάρκεια αυτών των αγωνισμάτων και η ιδιαίτερη καταπόνηση του σώματος που προκαλούν, ωθούν στην ουσία τους συμμετέχοντες σε αυτά στα σωματικά και ψυχικά/πνευματικά τους όρια. Υπό αυτή την έννοια θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν και ως ακραία σπορ αν και στην διεθνή βιβλιογραφία ως ακραία σπορ έχουν οριστεί οι μη παραδοσιακές δραστηριότητες αθλητικής αναψυχής που ενέχουν τον κίνδυνο του τραυματισμού, της σωματικής βλάβης ή ακόμα και του θανάτου (Willing, 2008) και αφορούν κυρίως το bungee-jumping, το sky-diving, το cayaking, το surfing, το snow-boarding, το rafting, την αναρρίχηση και την κατάδυση. Παρότι οι υπεραποστάσεις δεν ανήκουν στα ακραία σπορ φαίνεται να έχουν κάποια κοινά σημεία. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Zuckerman (1983) τα ακραία σπορ εμπεριέχουν τον φόβο, το άγχος και το ρίσκο και οι συμμετέχοντες σε αυτά αναζητούν περίπλοκες, ασυνήθιστες εμπειρίες για την ανακάλυψη νέων πρωτόγνωρων συναισθημάτων. Από την άλλη στις υπεραποστάσεις δεν υπάρχει το στοιχείο της σωματικής διακινδύνευσης και τα εξ αυτής συνοδά συναισθήματα του φόβου και του ρίσκου αλλά χαρακτηρίζονται από το στοιχείο της αναζήτησης ασυνήθιστης εμπειρίας για τη βίωση πρωτόγνωρων συναισθημάτων. Για τους Kerr,  Frank-Ragan και Brown (1993) τα άτομα που συμμετέχουν στα ακραία σπορ αναζητούν ακραίες εμπειρίες για να βιώσουν ικανοποίηση, ευχαρίστηση και ηδονή, ενώ δεν μπορούν να αντλήσουν καμία ικανοποίηση από τις συνήθεις δραστηριότητες. Φαίνεται πως κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τις υπεραποστάσεις σε ότι αφορά το βίωμα της ικανοποίησης, της ευχαρίστησης και ηδονής. Στη βάση λοιπόν του γεγονότος ότι και οι υπεραποστάσεις και τα ακραία σπορ χαρακτηρίζονται από την αναζήτηση ενός ιδιαίτερου βιώματος θα μπορούσαν να προσεγγισθούν ως μια ενιαία κατηγορία δραστηριοτήτων.

            Η μελέτη του ιδιαίτερου βιώματος αυτών των δραστηριοτήτων μπορεί να γίνει με δύο τρόπους. Ο πρώτος αφορά, στο πλαίσιο της κλασικής ψυχολογίας, την διερεύνηση των συναισθημάτων, των κινήτρων και των προσδοκιών των συμμετεχόντων σε αυτά. Τέτοιες έρευνες για τις υπεραποστάσεις είναι α) των Lane και Wilson (2011) που εξέτασαν τις μεταβολές των συναισθημάτων κατά τη διάρκεια ενός πολυήμερου αγώνα δρόμου, β) των Holt, Lee και Kim (2014) που επικεντρώθηκαν στους τρόπους αντιμετώπισης από μεριάς των αθλητών της καταπόνησης του σώματος τους, γ) των Johnson, Kentta, Ivarson, Alvmyren και Karlsson (2016) που εξέτασαν την εμπειρία και τα συναισθήματα που προκάλεσε ένας αγώνας δρόμου διάρκειας 10 εβδομάδων, δ) των Philippe, Rochat, Vauthier και Hauw (2016) που εξέτασαν τους λόγους που οδηγούν τους αθλητές να εγκαταλείψουν σε αγώνες υπεραποστάσεων και ε) των Waskiewicz, Nikolaidis, Chalabaev, Rosemann και Knecthle (2019) που διερεύνησαν τους στόχους των αθλητών.

            Η μελέτη του ιδιαίτερου βιώματος αυτών των δραστηριοτήτων μπορεί να γίνει όμως και με έναν άλλο τρόπο. Στη βάση αυτού του τρόπου το ερώτημα δεν είναι το τι βιώνει κάποιος αλλά πως βιώνει κάποιος αυτό που βιώνει. Πρόκειται για την φαινομενολογική προσέγγιση που στηρίζεται στον φιλόσοφο Edmund Husserl (1969) και αντιμετωπίζει την ανθρώπινη εμπειρία ως ένα υποκειμενικό νοητικό περιστατικό, ως κάτι που αφορά το υποκείμενο που τη βιώνει και όχι ως κάτι που έχει μια αντικειμενική υπόσταση. Αυτός ο τρόπος μελέτης αναπτύχθηκε ως φιλοσοφική έρευνα στον εικοστό αιώνα και αποτέλεσε ένα ολόκληρο ρεύμα σκέψης με ποικίλες εκροές (Giorgi, 1997; Smith, 2003). Στο πλαίσιο αυτού του ρεύματος σκέψης οι έρευνες που έχουν υπάρξει αφορούσαν αποκλειστικά τα ακραία σπορ. Χαρακτηριστικά παραδείγματα η έρευνα της Willing (2008) με την διερεύνηση του πως βιώνεται το ξεπέρασμα των προκλήσεων και κατακτάτε η «αυτογνωσία», η έρευνα Brymer και Schweitzer, (2013) με την διερεύνηση του πως βιώνεται ο φόβος και κατακτάτε η «ελευθερία», και η έρευνα των Brymer και Oades (2009) με την διερεύνηση του πως βιώνεται η σχέση με τη φύση.

            Αξιοσημείωτο λοιπόν στοιχείο η έλλειψη ερευνών στο χώρο των υπεραποστάσεων στο πλαίσιο της φαινομενολογικής προσέγγισης. Ενός ερευνητικού κενού που δημιουργεί κενά στο χώρο της προπονητικής, της κινητικής αναψυχής αλλά ακόμη και της σχολικής σωματικής αγωγής,. Για να γίνουν κατανοητά αυτά τα κενά θα πρέπει να γίνει μια ιδιαίτερη επισήμανση στο ζήτημα του βιώματος ή της «βιωματικής εμπειρίας» και στο τρόπο που η φαινομενολογική σχολή σκέψης επικεντρώνεται σε αυτό.

            Η φαινομενολογία είναι ένα ρεύμα σκέψης που έχει δημιουργήσει πολλές και αντιτιθέμενες μεταξύ τους θεωρητικές προσεγγίσεις (Moran & Mooney, 2002) αλλά με κοινό χαρακτηριστικό τους την περιγραφή σε εύρος και βάθος των «φαινομένων» υποκειμενικά και αντικειμενικά (Spiegelberg, 1978). Ο ιδρυτής της φαινομενολογικής σκέψης ο Husserl (1982) ξεκίνησε από μία καθαρά επιστημολογική θέση θεωρώντας ότι δεν είναι δυνατό να διαχωριστεί το βίωμα ενός ανθρώπου από τον κόσμο της εμπειρίας αυτόν καθαυτόν. Συγκεκριμένα, πρέσβευε ότι ο κόσμος εμφανίζεται (φαίνεται-φαινόμενο) σε κάθε άνθρωπο και ότι η προϋπόθεση αυτής της εμφάνισης δεν υπάρχει μέσα στον κόσμο αλλά στον άνθρωπο (Zahavi, 2003). Όταν λοιπόν στο πλαίσιο της φαινομενολογίας αναφέρεται ότι το βίωμα δεν έχει αντικειμενική υπόσταση νοείται ότι το βίωμα συγκροτείται μέσα στον κάθε άνθρωπο και όχι έξω από αυτόν. Από την άλλη δεν υπονοείται ότι τα βιώματα των ανθρώπων δεν είναι κοινά υπό την έννοια της συγκρότησης. Άλλωστε αυτό προσπαθεί να πετύχει η φαινομενολογική ανάλυση, δηλαδή την κοινή συγκρότηση του βιώματος. Η διερεύνηση λοιπόν του βιώματος των αθλητών των υπεραποστάσεων θα αποκαλύψει για την προπονητική ότι αποκάλυψε κατά αναλογία στην ιατρική η διερεύνηση του βιώματος του φόβου της ασθένειας. Η φαινομενολογική έρευνα για τον φόβο στην ιατρική προσέφερε στοιχεία αντιμετώπισής τους. Η φαινομενολογική έρευνα για το βίωμα των αθλητών υπεραποστάσεων θα προσφέρει στοιχεία προς όφελος των αθλητών (προπονητικός σχεδιασμός). Θα προσφέρει όμως και θα αποκαλύψει στοιχεία για τον πλούτο της συγκεκριμένης δραστηριότητας στο πλαίσιο της σχολικής σωματικής αγωγής. Αν ένας από τους στόχους της σχολικής σωματικής αγωγής είναι η και η αγωγή «εντός» της κίνησης μαζί με την αγωγή «σχετικά» και «μέσω» της κίνησης δηλαδή το να εκτεθούν και να διερευνήσουν τα παιδιά την ανθρώπινη κίνηση και σπορ ως εμπειρία και πράξη, τότε η φαινομενολογική ανάλυση της δραστηριότητας θα αποκαλύψει το γιατί να παροτρύνουμε τα παιδιά προς αυτήν.

Το παραπάνω λοιπόν ερευνητικό και θεωρητικό κενό αποτέλεσε και το έναυσμα της παρούσας έρευνας που εκπονήθηκε με σκοπό να διερευνηθεί το βίωμα των αθλουμένων από τη συμμετοχή σε αγωνίσματα υπερασποστάσεων.

 

Η ερευνητική μέθοδος

Για την επιλογή των πληροφορητών χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της δειγματοληψίας της τυπικής περίπτωσης (typical case sampling) (Ίσαρη & Πούρκος, 2015). Στη βάση αυτής επιλέχθηκαν άτομα που τοποθετούνται στον μέσο όρο ως προς τα χαρακτηριστικά ενός αθλητή υπεραποστάσεων. Δηλαδή άτομα που δεν θα μπορούσαν να απορριφθούν ανήκοντας σε ακραίες ή αποκλίνουσες περιπτώσεις (π.χ. κάποιος που έχει συμμετάσχει μόνο μία φορά σε υπεραποστάσεις). Ο αριθμός των πληροφορητών καθορίστηκε από το κατά πόσο επιτεύχθηκε οι συνεντεύξεις που ελήφθησαν από αυτούς έφθασαν σε κορεσμό (saturation), δηλαδή οι επιπλέον πληροφορητές/συνεντεύξεις δεν θα πρόσθεταν κάτι επιπλέον (Creswell, 1998). Ο αριθμός αυτός συνήθως κυμαίνεται μεταξύ έξι (Searight & Young, 1994) και δέκα (Creswell, 1998) πληροφορητών. Τελικά στην έρευνα συμμετείχαν οκτώ (n=8) πληροφορητές οι οποίοι ήταν αθλητές υπεραποστάσεων. Ήταν όλοι άρρενες, ηλικίας 28-56 ετών με πέντε (5) έως δέκα (10) χρόνια αγωνιστικής εμπειρίας σε αγώνες από 140 έως 246 χιλιόμετρα.

            Το εργαλείο συλλογής των δεδομένων ήταν αυτό της συνέντευξης. Τα ερωτήματα της συνέντευξης δομήθηκαν ως εξής. Κατ’ αρχάς το κύριο ερευνητικό ερώτημα της φαινομενολογικής έρευνας αποτελεί και το εισαγωγικό ερώτημα (the grand tour question) που τίθεται στους ερωτώμενους (Creswell, 2007). Στη συνέχεια ακολουθούν επιπλέον ερωτήσεις που βοηθούν τα άτομα να περιγράψουν καλύτερα την εμπειρία τους. Στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας το εισαγωγικό ερώτημα ήταν «πώς βιώνουν τους αγώνες των υπερασποστάσεων στους οποίους συμμετέχουν», ενώ ακολούθησαν επιπλέον ερωτήσεις για την περαιτέρω κατανόηση του θέματος οι οποίες παρουσιάζονται συνολικά στο παράρτημα 1. Στη φαινομενολογική έρευνα, επειδή ο ερευνητής είναι το εργαλείο συλλογής των δεδομένων (Creswell, 1998), είναι αναγκαίο να είναι ξεκάθαρες οι παραδοχές του και οι πεποιθήσεις που μπορούν να λειτουργήσουν μεροληπτικά στην ανάλυση των δεδομένων. Όπως αναφέρει ο Husserl (1983), η περιγραφή του βιώματος απαιτεί την αναστολή κάθε είδος προϋπαρχουσών κρίσεων μέσα από αυτό που αποκαλούσε «εποχή – epoche» και επιτυγχάνεται με την ανάδειξή τους (bracketing). Για τον σκοπό αυτό οι δύο ερευνητές συζήτησαν σχετικά με τις παραδοχές τους και τις σχετικές εμπειρίες τους σε μια προσπάθεια ρητής ανάδειξής τους και εν τέλει αναστολής εκδήλωσης μεροληψίας από μέρους τους.

Από κάθε πληροφορητή πάρθηκε μία διά ζώσης συνέντευξη που διάρκεσε τουλάχιστον μία ώρα και ηχογραφήθηκε. Τις συνεντεύξεις πραγματοποίησαν και οι δύο ερευνητές μαζί. Οι συνεντεύξεις πάρθηκαν την περίοδο μεταξύ Οκτωβρίου του 2019 και Ιανουαρίου 2020.

Η κωδικοποίηση και ανάλυση των δεδομένων ακολούθησε τη διαδικασία που έχει παρουσιαστεί από τον Moustaka (1994) και περιελάμβανε α) τη μεταγραφή των συνεντεύξεων (transcription of interviews), β) την καταγραφή κάθε σχετικής με εμπειρία έκφρασης (horizonalization), γ) τη μείωση και αναγωγή των εκφράσεων της εμπειρίας (reduction and elimination), δ) την ανάπτυξη συστοιχιών εμπειριών και την θεματοποίησή τους (clustering and thematizing), και τέλος ε) τον τελικό καθορισμό των θεμάτων (final identification of themes). Στη διαδικασία της καταγραφής κάθε σχετική με εμπειρία έκφραση εντοπίστηκε και καταγράφηκε. Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκε μια δεξαμενή εκφράσεων που αφορούσε τις εμπειρίες των πληροφορητών.

Στη διαδικασία της μείωσης και αναγωγής των εκφράσεων της εμπειρίας κάθε έκφραση εξετάστηκε κάτω από δύο προϋποθέσεις. Κατά πρώτον αν αφορούσε εμπειρία σχετικά με το υπό μελέτη ζήτημα και κατά δεύτερον αν μπορούσε να αναχθεί σε μια ευρύτερη κατηγορία; Στον βαθμό που οι εκφράσεις ικανοποιούσαν και τις δύο αυτές προϋποθέσεις, εντάσσονταν σε μια νέα δεξαμενή που συμπεριελάμβανε τα δεδομένα της επόμενης διαδικασίας. Στη διαδικασία της ανάπτυξης συστοιχιών εμπειριών και της θεματοποίησής τους οι εκφράσεις χωρίστηκαν σε θέματα (Themes). Τέλος, στη διαδικασία του τελικού καθορισμού των θεμάτων αυτά ελέγχθηκαν για το αν α) οι εκφράσεις που τα απαρτίζουν εκφράζονται ρητά στις συνεντεύξεις, β) αν οι εκφράσεις που συμπεριελήφθησαν στο συγκεκριμένα θέμα ήταν συμβατές μεταξύ τους. Στην περίπτωση που στα θέματα συγκαταλέγονταν εκφράσεις που δεν είχαν διατυπωθεί ρητά ή ήταν ασύμβατες μεταξύ τους, αφαιρέθηκαν.

Η ανάλυση των δεδομένων στην ποιοτική έρευνα θα πρέπει να διασφαλίζει τη φερεγγυότητα (credibility), τη μεταφερσιμότητα (transferability), την αξιοπιστία (dependability) και την επιβεβαιωσιμότητα (confirmability) (Lincoln & Guba, 1985). Η φερεγγυότητα μπορεί να εξασφαλιστεί είτε με τυφλή εκ των υστέρων καταγραφή (peer debriefing), είτε με τριγωνοποίηση (triangulation) είτε με έλεγχο από τον ίδιο τον πληροφορητή (member checking). Στην παρούσα έρευνα χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της τριγωνοποίησης μεταξύ των σημειώσεων των δύο συνεντευκτών και των όσων ηχογραφήθηκαν. Η μεταφερσιμότητα, που είναι ανάλογη της εξωτερικής εγκυρότητας στις ποσοτικού τύπου έρευνες, διασφαλίστηκε μέσα από τη διαδικασία ανάδειξης πιθανής μεροληψίας (bracketing) και ειδικότερα με την παράθεση των παραδοχών των ερευνητών. Σε ότι αφορά την διασφάλιση της μεταφερσιμότητας ιδιαίτερη μέριμνα ελήφθη κατά την διάρκεια της διαδικασίας της μεταγραφής των συνεντεύξεων της μείωσης και της θεματοποίησης. Συγκεκριμένα όλες αυτές οι διαδικασίες έγιναν αφού πρώτα οι ερευνητές εξέθεσαν ο ένας στον άλλον τις παραδοχές τους σε μια προσπάθεια αναστολής τους «εποχή – epoche». Επίσης οι διαδικασίες έγιναν αρχικά από κάθε έναν ερευνητή, στην συνέχεια και από τους δύο μαζί και στο τέλος αποφασίσθηκε το τελικό αποτέλεσμα κάθε διαδικασίας.

Η αξιοπιστία, δηλαδή η σταθερότητα και η προβλεψιμότητα των δεδομένων, διασφαλίζεται από την παρουσία ενός εσωτερικού ελεγκτή (internal auditor) (Lincoln & Guba, 1985). Στην παρούσα έρευνα δεν κατέστη δυνατόν να υπάρχει ένας τέτοιος ελεγκτής, κάτι που αποτελεί και περιορισμό της έρευνας. Τέλος, η επιβεβαιωσιμότητα είναι κάτι που, όπως ορίζουν οι Lincoln και Guba (1985), επιτυγχάνεται μέσα από τη δημοσιοποίηση της έρευνας και της συζήτησης που θα προκαλέσει.

Όπως κάθε εμπειρική έρευνα, υπόκειται σε συγκεκριμένους περιορισμούς και οριοθετήσεις για να πραγματοποιηθεί. Για παράδειγμα η έρευνα επικεντρώθηκε σε άρρενες πληροφορητές. Συνεπώς η επανάληψή της και σε γυναίκες κρίνεται ότι θα προσφέρει επιπλέον στοιχεία. Δυστυχώς η παρούσα έρευνα δεν μπόρεσε να εντοπίσει γυναίκες. Ένας άλλος περιορισμός είναι ότι η έρευνα προσανατολίσθηκε στο βίωμα των αθλητών όπως αυτό διαμορφώθηκε από πολλούς αγώνες. Η μελέτη του βιώματος συγκεκριμένων αγώνων αμέσως μετά το τέλος τους είναι μια άλλη πιθανή προσέγγιση. Τέλος είναι σημαντικό να συζητηθούν ένα ακόμη στοιχείο που σχετίζεται με τους περιορισμούς και τις οριοθετήσεις της παρούσας έρευνας.

Η περιγραφική ανάλυση επηρεασμένη από τον Husserl πρεσβεύει ότι η περιγραφή του βιώματος δεν περιλαμβάνει την ανάλυση του βιώματος γιατί αυτό εμπεριέχει κάποια μορφή θεωρητικής προϋπόθεσης από την οποία ο ερευνητής οφείλει να επέχει. Από την άλλη ο Heidegger πίστευε ότι ήταν αδύνατο να αναιρεθούν οι προϋποθέσεις και οι πεποιθήσεις του ερευνητή. Πρέσβευε ότι η εγγενής συνειδητοποίηση ήταν θεμελιώδης φαινομενολογική έρευνα, καθώς ο ερευνητής χρειάζεται να βυθιστεί στο φαινόμενο για να αποκτήσει κατανόηση της εμπειρίας. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο έργο του Είναι και Χρόνος, «Μέσα από την ερμηνεία η κατανόηση δεν αλλάζει αλλά γίνεται» (Heidegger, 1962, σ. 188). Η παρούσα έρευνα ακολουθεί την ερμηνευτική (Hermeneutic) φαινομενολογική προσέγγιση (Moustakas, 1994) παρόλα αυτά η διαδικασία του προσδιορισμού των προϋποθέσεων και των πεποιθήσεων του ερευνητή που ακολουθείται στο πλαίσιο της περιγραφικής φαινομενολογικής παράδοσης ακολουθείται και εδώ. Απλώς ο προσδιορισμός των πεποιθήσεων του ερευνητή τίθενται σε γνώση του αναγνώστη της έρευνας και δεν θεωρείται ότι απαλλάσσουν την ερευνητική διαδικασία. Με άλλα λόγια οι αναγνώστες της έρευνας θα κρίνουν αν και σε ποιο βαθμό οι πεποιθήσεις των ερευνητών επηρέασαν τις απόψεις τους. Οι κυρίαρχες λοιπόν απόψεις και πεποιθήσεις των ερευνητών ήταν α) η θέση ότι οι αθλητές επιτυγχάνουν μια υπερβατική κατάσταση κατά την διάρκεια της αγωνιστικής διαδικασίας και β) ότι οι αθλητές συμμετέχουν στους αγώνες για να ξεφύγουν από την καθημερινή ρουτίνα και να αναζητήσουν μια πρωτόγνωρη εμπειρία.

 

Ευρήματα-Συζήτηση

Τα ευρήματα της παρούσας έρευνας αναδεικνύουν το πώς βιώνεται η εμπειρία της συμμετοχής σε αγώνες δρόμου υπεραποστάσεων. Το βίωμα των πληροφορητών μπορεί καταρχάς να χωριστεί χρονικά σε αυτό α) στην αρχή του αγώνα, β) στο στάδιο της κόπωσης και γ) προς το τέλος και μετά το τέλος του αγώνα. Ανάλογα με το χρονικό στάδιο του αγώνα τα βιώματα των αθλητών μπορούν να διακριθούν σε τέσσερις κατηγορίες. Συγκεκριμένα α) την αίσθηση της Στιγμής, β) της Ανεστιότητας κατά τη φάση της εξάντλησης, γ) της Δοκιμασίας, δ) της Ελευθερίας και της Αυτονομίας όντας μέσα στον αγώνα.

 

Η αίσθηση της στιγμής

Η αίσθηση της στιγμής, αναδείχθηκε ως θέμα μέσα από την ανάλυση των δεδομένων και συνεντεύξεων και αναφέρεται στο βίωμα της απομόνωσης/εμβαπτισμού στο παρόν. Οι αθλητές μέσα στη ροή του αγώνα ξεχνούν τις καθημερινές υποχρεώσεις, τις δυσκολίες και τις διάφορες ασχολίες της ζωής τους, ο κόσμος τους «συστέλλεται» και αφορά μόνο τον αγώνα:

«...είσαι εσύ και ο εαυτός σου...» (Συμμετέχων Α)

 «...ξεχνάω τα πάντα...» (Συμμετέχων Δ)

 «...ζεις τη στιγμή...» (Συμμετέχων Ε)

αναφέρουν συγκεκριμένα οι αθλητές, με συνέπεια να βιώνουν έντονα τη στιγμή και απαλλαγμένοι από οτιδήποτε άλλο να νιώθουν το παρόν ως τη μοναδική πραγματικότητα. Η αίσθηση της στιγμής συμπίπτει χρονικά με το στάδιο της αρχής του αγώνα, όπου οι πληροφορητές ανέφεραν ότι νοιώθουν φρέσκοι, ξεκούραστοι με καλή ψυχολογική διάθεση και απολαμβάνουν την στιγμή:

«…είσαι φρέσκος…» (Συμμετέχων Α)

«…βγάζω τον εαυτό μου από τον αγώνα…» (Συμμετέχων Ε)

«…σκέφτομαι τη ζωή μου και μιλάω στον εαυτό μου…» (Συμμετέχων Ζ)

Τα παραπάνω είναι σε συμφωνία με τα βιώματα όσων λαμβάνουν μέρος σε ακραίες δραστηριότητες (ορειβασία, αναρρίχηση, ελεύθερη πτώση, κανόε-καγιάκ). Συγκεκριμένα η Willing (2008) αναφέρει τον όρο «being in the present» για τη στιγμή που οι αθλητές εκτελούν τη συγκεκριμένη δραστηριότητα, καθώς τη στιγμή εκείνη οι αθλητές δεν έχουν περιθώριο να σκεφτούν κάτι διαφορετικό παρά μόνο το παρόν. Ακόμη οι  Brymer και Schweitzer (2013), αναφέρουν ότι αθλούμενοι σε ακραίες δραστηριότητες στην φύση ταυτίζονται με το περιβάλλον και τη χρονική στιγμή απομονώνοντας τον εαυτό τους, ξεχνώντας την καθημερινότητα τους.

Τι σημαίνει όμως φαινομενολογικά να ζεις τη στιγμή, να ξεχνάς τα πάντα, να είσαι εσύ και ο εαυτός σου για την ερμηνεία της αίσθησης της στιγμής; Σύμφωνα με τον Heidegger στο διάσημο έργο του Είναι και Χρόνος, ο άνθρωπος βρίσκεται απορροφημένος μέσα στην καθημερινή βιομέριμνά του, χαμένος στους «πολλούς», με αποτέλεσμα να ξεχνάει την αυθεντικότητα της ύπαρξής του και να ζει μη αυθεντικά: «Οι πολλοί είναι ο κανένας» (Heidegger, 1962). Το να ζεις τη στιγμή είναι μια επιστροφή στον εαυτό σου, κάτι που για τον Heidegger είναι μια δυνατότητα αποφασιστικής απόδρασης από τα βιομεριμνώμενα και ονομάζει την έννοια «στιγμή» ως το «αυθεντικό παρόν» (Heidegger, 1962). Οι αθλητές μέσα στον αγώνα έχουν τη δυνατότητα να ξεφύγουν από την καθημερινή ρουτίνα και τις υποχρεώσεις τους και να νιώσουν απαλλαγμένοι από δεσμεύσεις και υποχρεώσεις, και απολαμβάνουν τη συμμετοχή τους στον αγώνα, όπου τους δίνεται η δυνατότητα να σκεφτούν τον εαυτό τους, τη ζωή τους, τον ίδιο τον αγώνα τους, κάτι που οδηγεί σε αισθήματα ευφορίας και αυξημένης διάθεσης.

 

Η Ανεστιότητα

Η Ανεστιότητα είναι το δεύτερο θέμα που αναδείχθηκε μέσα από την ανάλυση των δεδομένων. Η Ανεστιότητα είναι μια εμπειρία που ξεκινά και συνδέεται άρρηκτα με την κόπωση. Συγκεκριμένα με το πέρασμα των χιλιομέτρων και των πολλών ωρών στο δρόμο όταν σταδιακά εμφανίζεται η κόπωση οι πληροφορητές ανέφεραν τα εξής σε σχέση με την κόπωση:

«…Το σώμα σου λέει όχι …» (Συμμετέχων Δ)

«…Θέλω να πέσω κάτω, βαριά πόδια …» (Συμμετέχων ΣΤ)

 «…Νοιώθεις άσχημα και ψάχνεις τρόπο για να συνεχίσεις…» (Συμμετέχων Ε)

Η κόπωση όμως αυτή δεν αφορά μόνο αποκρίσεις του σώματος αλλά μια συνολική εμπειρία αρνητικών σκέψεων όπως για παράδειγμα:

 «…Το μυαλό λέει να σταματήσεις …» (Συμμετέχων Α)

«…Νοιώθω συνεχείς πληροφορίες από το σώμα στο μυαλό…» (Συμμετέχων Β)

«…Το μυαλό χάνεται …» (Συμμετέχων Δ)

«…τι κάνω εδώ …» (Συμμετέχων Ε)

«…δε θέλω να ξανατρέξω'…» (Συμμετέχων Ζ)

«…νοιώθω άδειος …» (Συμμετέχων Δ)

Κάποιοι πληροφορητές επίσης ανέφεραν βίωμα εξωπραγματικών εμπειριών υπό την μορφή παραισθήσεων:

 «…Έχεις οράματα, εγώ μια φορά άρχισα να ακούω χλιμιντρίσματα από άλογα και κάποιες κοπέλες να χορεύουν…» (Συμμετέχων Θ)

 «…τα βλέπεις όλα μαύρα …».(συμμετέχων Α)

Το βίωμα παραισθήσεων δεν ήταν κοινό στοιχείο σε όλους τους πληροφορητές. Αντίθετα η απώλεια της αίσθησης του χρόνου και του τόπου ήταν κοινή σε όλους. Για παράδειγμα ανέφεραν:

«…νοιώθεις ότι περνάς από το ίδιο σημείο συνέχεια …».(συμμετέχων Γ)

«…χάνεσαι …».(συμμετέχων Δ)

«…δεν έχεις επαφή με το περιβάλλον …».(συμμετέχων Α)

Όλα τα παραπάνω ευρήματα συμφωνούν με τα αντίστοιχα της έρευνας της Willing (2008) που διερευνά την εμπειρία των αθλητών ακραίων αθλημάτων και στο πλαίσιο της οποίας εντοπίζει μια κατάσταση που την ορίζει ως το «suffering». Ενώ όμως η Willing προσεγγίζει την εμπειρία αυτή ως μια κατάσταση δοκιμασίας με αρνητικές υποδηλώσεις (υποφέρω ή υπομένω / suffer) στην παρούσα έρευνα η εμπειρία αυτή παρότι προσεγγίζεται ως μια κατάσταση ανεστιότητας και μάλιστα με θετικές υποδηλώσεις. Τι μπορεί όμως να σημαίνει η ανεστιότητα: Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό θα στραφούμε στην φαινομενολογία.

Τι σημαίνει λοιπόν φαινομενολογικά τι κάνω εδώ;, τα βλέπεις όλα μαύρα;, χάνεσαι;, μοναξιά;. Ο Heidegger (1962) αναφέρει ότι η ανθρώπινη ύπαρξη, παρότι χαμένη ανάμεσα στους πολλούς και στη μη αυθεντική της ύπαρξη «ριγμένη» μέσα στο «Είναι» της βρίσκεται πάντα μέσα σε κάποια διάθεση που ονομάζει «Εύρεση», που έχει την ιδιότητα της «διανοικτότητας» της ανθρώπινης ύπαρξης. Μια θεμελιώδης έννοια της «Εύρεσης» είναι η «αγωνία», όπου η ανθρώπινη ύπαρξη νιώθει «ανέστια», «ανέκοσμη», χωρίς κόσμο, μακριά από το γνώριμο και οικείο περιβάλλον της. Όμως η «αγωνία» έχει την ιδιότητα να εξατομικεύει και να επαναφέρει την ανθρώπινη ύπαρξη μπροστά στον εαυτό της: «Η αγωνία εξατομικεύει το Dasein [η εμπειρία της ύπαρξης ως ένα σαρκωμένο γίγνεσθαι] και έτσι το παρουσιάζει ως απομονωμένο. Όμως ο ακραίος υποκειμενισμός δεν είναι η εκτόπιση ενός υποκειμένου, η απομόνωση του από τον κόσμο, αλλά, αντίθετα, η οδήγηση του Dasein στον κόσμο ως κόσμο του, όπως και ενώπιον του εαυτού του, ως ευρισκόμενου εντός του κόσμου» (Heidegger, 1962: σ. 304). Δηλαδή το άτομο ανακαλύπτει μια επανοικειοποίηση με τον εαυτό του και τον κόσμο του συνειδητοποιώντας ότι πρόκειται για μια γνήσια ύπαρξη, καθώς μέσα στην καθημερινή ρουτίνα ξεχνάει την αυθεντικότητα του: «Καθώς το Dasein υποχωρεί, η αγωνία το επαναφέρει από την απορρόφησή του από τον κόσμο. Η καθημερινή οικειότητα καταρρέει. Το Dasein έχει μεν εξατομικευτεί, αλλά έχει εξατομικευτεί ως εν-τω-κόσμω-είναι» (Heidegger, 1962: σ. 305). Οι αθλητές, τη στιγμή που βιώνουν την εξάντληση και την κόπωση όσο περνάει η διάρκεια του αγώνα, οδηγούνται σε μια αβεβαιότητα και αμφιβολία για την ομαλή συνέχιση του αγώνα. Με τη σωματική άρνηση για συνέχιση της προσπάθειας και με την επιμονή του αθλητή να συνεχίσει και να ξεπεράσει την κατάστασή του δημιουργείται ένα τόσο ισχυρό βίωμα εξάντλησης όπου τα βλέπει όλα μαύρα, χάνεται και δεν έχει επαφή με το περιβάλλον, ενώ διακατέχεται από αισθήματα αμφιβολίας, άγχους και αβεβαιότητας. Τελικά ο αθλητής, για να ξεπεράσει επιτυχώς τη συγκεκριμένη κατάσταση, όπως θα δειχθεί στην επόμενη ενότητα, θα πρέπει να παρακινήσει τον εαυτό του είτε αναλογιζόμενος τη σημασία και την αξία που έχει ο αγώνας γι’ αυτόν, είτε να βρει λύσεις όπως να φτάσει στον επόμενο σταθμό ή να αξιολογήσει την κατάστασή του για να δει τι φταίει, κάτι που τον κάνει να στραφεί στον εαυτό του. Συμπερασματικά, το σπουδαιότερο εύρημα της έρευνας είναι η «στροφή στην εσωτερικότητα του εαυτού», η επιστροφή στον εαυτό και στη συνειδητοποίηση της αυθεντικότητας της ύπαρξης. Και αυτή η συνειδητοποίηση της αυθεντικότητας έχει βάσεις στο βίωμα της ανεστιότητας στον αγώνα. Αυτή είναι η βιωματική εμπειρία που προκαλεί η συμμετοχή σε έναν αγώνα υπεραπόστασης. Η τρομερή σωματική και νοητική εξάντληση και το βίωμα της ανεστιότητας ωθεί τους αθλητές να στραφούν στο «εσωτερικό εαυτό τους» για να βρουν δυνάμεις που δεν γίνεται να φτάσουν μέσα από την καθημερινή ρουτίνα της ζωής. Τα αισθήματα αμφιβολίας, του φόβου και της αγωνίας και το βίωμα της εξάντλησης, οι συνεχείς σκέψεις για παρακίνηση, καλούν τους αθλητές να ψάξουν μέσα τους, κάτι που οδηγεί σε μια εσωτερίκευση.

 

Η Δοκιμασία

Η Δοκιμασία είναι το τρίτο θέμα που αναδεικνύεται από την ανάλυση των εμπειριών των αθλητών.Αυτή η βιωματική κατάσταση αναδύεται χρονικά και είναι αποτέλεσμα και λογική εξέλιξη του δεύτερου σταδίου, αυτού της κόπωσης στον αγώνα. Για τον επιτυχή τερματισμό στον αγώνα οι αθλητές καλούνται να κάνουν τη σωματική και νοητική υπέρβαση, καθώς καλούνται να διαχειριστούν και να ξεπεράσουν αυτή τη δύσκολη κατάσταση. Οι αθλητές προσπαθούν να αποκτήσουν παρακίνηση για να βρουν διέξοδο από την κατάσταση της εξάντλησης και ξεκινά η δοκιμασία του αθλητή έτσι ώστε να μην εγκαταλείψει τον αγώνα και να βρει εσωτερικές δυνάμεις για να συνεχίσει και να φτάσει στον τερματισμό. Οι πληροφορητές αναφέρουν το βίωμα ενός έντονου εσωτερικού διαλόγου. Μέσα από αυτό τον εσωτερικό διάλογο φαίνεται ότι οι αθλητές προσπαθούν να κάνουν μια υπέρβαση. Χαρακτηριστικές εκφράσεις για αυτό το βίωμα:

 «...κάποια στιγμή θα τελειώσει...» (Συμμετέχων Α)

«...να φτάσω στον επόμενο σταθμό...» (Συμμετέχων Γ)

«...το υπομένεις...» (Συμμετέχων Α)

«...σπας τον αγώνα σε μικρά κομμάτια...» (Συμμετέχων Β)

«...συγκεντρώνομαι και ρωτάω τι σημασία έχει για μένα ο αγώνας...» (Συμμετέχων Ε)

«...είναι παιχνίδι μυαλού...» (Συμμετέχων ΣΤ)

Τα παραπάνω ευρήματα συμπίπτουν με αυτά των Philippe et al. (2016) που αναφέρουν την προσπάθεια αντιμετώπισης του προβλήματος σε αγώνες υπεραπόστασης με την απόδοση νοήματος στην κατάσταση του πόνου, έτσι ώστε να αξιολογήσουν την κατάσταση και να βρουν λύσεις. Κατά συνέπεια οι αθλητές προσπαθούν να αποβάλουν τις άσχημες σκέψεις και δεν σκέφτονται πόσα χιλιόμετρα έχουν ακόμα, μιλούν στον εαυτό τους για παρακίνηση, προσπαθούν να διαχειριστούν τον ρυθμό τους και να θέσουν πιο μικρούς στόχους που είναι πιο εφικτοί, όπως επιμερίζοντας τον αγώνα σε κομμάτια, ενώ ο σταθμός τροφοδοσίας λειτουργεί σαν «reset» και επανεκκίνηση, καθώς θα δουν τους συνοδούς τους στον αγώνα και τα συγγενικά τους πρόσωπα, θα ενυδατωθούν και θα καταναλώσουν ενεργειακά τρόφιμα και η επαφή με τους ανθρώπους στον σταθμό τους ενθαρρύνει, ενώ δεν χάνουν την πίστη τους για τον τερματισμό του αγώνα.

 

Ελευθερία και Αυτονομία

Ένα ακόμη στοιχείο στο οποίο φαίνεται ότι η υπεραπόσταση οδηγεί, είναι το αίσθημα ελευθερίας, αυτονομίας και ανεξαρτησίας που βιώνει μέσα στον αγώνα ο αθλητής, απομονωμένος ξεχνώντας τις καθημερινές δυσκολίες:

«...ζεις σε άλλη διάσταση...» (Συμμετέχων Η)

«...η καλύτερη ώρα με τον εαυτό σου...» (Συμμετέχων Δ)

«...το τρέξιμο είναι ελευθερία...» (Συμμετέχων Ε)

«...παίρνω ενέργεια από την φύση...» (Συμμετέχων Η)

«...ευεξία...» (Συμμετέχων Δ)

Είναι ήδη γνωστό από έρευνες ότι ακραίες δραστηριότητες και ειδικά στη φύση έχουν μια αίσθηση ελευθερίας, αυτονομίας, καθώς ο αθλητής ταυτίζεται με το φυσικό περιβάλλον, απομακρύνεται από το αστικό τοπίο και τις καθημερινές δεσμεύσεις, με συνέπεια να αναπτύσσει αισθήματα σεμνότητας, ταπεινότητας και κουράγιου (Brymer & Oades, 2009; Brymer & Schweitzer, 2013).

Είναι γνωστό από την κοινωνιολογία ότι ο άνθρωπος, ζώντας σε μία αντικειμενικά υπαρκτή κοινωνική δομή, κυριαρχείται από τις κοινωνικές και οικονομικές δομές στις οποίες υπεισέρχεται κυρίως μέσω της εργασίας του, όπου του καθορίζουν την καθημερινότητά του. Ο Marx στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας αναφέρει: «Στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους, οι άνθρωποι εισέρχονται σε σχέσεις καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητες από τη θέλησή τους» (Μαρξ, 2016: σ.19). Κατά συνέπεια, τη στιγμή όπου ο αθλητής βρίσκεται μέσα στον αγώνα νιώθει ότι δεν υπάγεται σε καμία σχέση αναγκαιότητας, εξαναγκασμού, εξάρτησης, αλλά αντίθετα έχει την αίσθηση της αυτονομίας και της ελευθερίας της επιλογής και των πράξεων του μέσα στον αγώνα, κάτι που τον οδηγεί σε ανώτερα αισθήματα αυτοπεποίθησης, πληρότητας και προσωπικότητας, ειδικά με την επιτυχή ολοκλήρωση του αγώνα και την υπερνίκηση των δυσκολιών του. Ακόμη, όπως υποστηρίζει ο ψυχολόγος Erich Fromm στο έργο του Ο Φόβος μπροστά στην Ελευθερία, η σημερινή διευρυμένη χωρικά εκβιομηχανισμένη κοινωνία προκαλεί αισθήματα μηδαμινότητας, αβεβαιότητας, ασημαντότητας του σημερινού ανθρώπου (Φρομ, 2017) αναπτύσσοντας μηχανισμούς άμυνας και φυγής. Η συμμετοχή σε αγώνες υπεραπόστασης που διεξάγονται εκτός του αστικού τοπίου επαναφέρει τους αθλητές σε αρμονία με τη φύση, την ταύτιση με αυτήν, νιώθοντας τη θετική της αύρα και την ενέργειά της.

Τέλος, οι αγώνες υπεραπόστασης φαίνεται ότι συντελούν στη δημιουργία μιας «αθλητικής ταυτότητας» από τους αθλητές, καθώς συνειδητοποιούν τι ψάχνουν μέσα στον αγώνα της υπεραπόστασης, γιατί το κάνουν, καθώς συνδέουν τον αγώνα και την προσπάθεια με κάποιο νόημα ζωής, προσωπικό, ιστορικό, πολιτισμικό, που τους κάνει να αποδεχθούν φυσικά ότι θα περάσουν πολύ δύσκολες στιγμές και άσχημα συναισθήματα, τα οποία μάλιστα αναμένουν πριν από τον αγώνα εφόσον θέλουν τα φτάσουν στον τερματισμό.

Ολοκληρώνοντας αξίζει να επισημανθεί το εξής. Οι Martínková και Parry (2011) έχουν αμφισβητήσει έντονα την δυνατότητα εφαρμογής της φαινομενολογικής έρευνας στην εμπειρική έρευνα για τα σπορ. Παραθέτουν μια σειρά από επιχειρήματα που καταλήγουν στη θέση ότι η φαινομενολογία αφορά τη θέαση της ανθρώπινης συνείδησής ως τέτοιας και όχι τη διερεύνηση της συνείδησης επιμέρους στοιχείων της πραγματικότητας. Με άλλα λόγια, όταν διερευνούμε τη συνείδηση επιμέρους στοιχείων της πραγματικότητας, ασχολούμαστε με τον φαινομεναλισμό (phenomenalism) ή αλλιώς με την οντικού (Ontic) επιπέδου πρόσληψη της πραγματικότητας. Η οντικού επιπέδου πρόσληψη της πραγματικότητας προσανατολίζεται στο τι υπάρχει στην καθημερινή μας ζωή (εμπειρική έρευνα), σε αντίθεση με την οντολογικού (Ontological) επιπέδου, που προσανατολίζεται στο τι σημαίνει ένα ον να υπάρχει (φιλοσοφική έρευνα). Η ενδελεχής διατύπωση ενστάσεων σε αυτή τη θέση δεν αποτελεί αντικείμενο αυτής της εργασίας, αλλά μια πρώτη απάντηση είναι απαραίτητη. Κατά την γνώμη λοιπόν των ερευνητών η θέση των Martínková και Parry (2011) έχει ένα τουλάχιστον πρόβλημα. Πολλές φορές η αληθοτιμή μιας πρότασης ενός επιχειρήματος στο πλαίσιο της φιλοσοφίας είναι αντικείμενο της εμπειρικής πραγματικότητας. Για παράδειγμα η πρόταση ότι το βίωμα της ανεστιότητας των αθλητών των υπεραποστάσεων μπορεί να αναλυθεί φιλοσοφικά αν και μονό αν μπορεί να τεκμηριωθεί εμπειρικά. Στη βάση αυτή η αυστηρή διάκριση των Martínková και Parry (2011) μεταξύ των φιλοσοφικής φαινομενολογικής έρευνας και της εμπειρικής φαινομενολογικής έρευνας έχει νόημα μόνο ως περιγραφική διάκριση και όχι ως έλλειψη της δυνατότητας εφαρμογής της φαινομενολογικής έρευνας στην εμπειρική έρευνα για τα σπορ. Με απλά λόγια προφανώς και η φιλοσοφικής έρευνα είναι διαφορετική από την εμπειρική επιστημονική έρευνα αλλά σε καμία περίπτωση οι δύο μορφές έρευνας είναι μεταξύ τους άσχετες. Στην βάση αυτού του συλλογισμού η παρούσα έρευνα στόχευε εν μέρει να αναδείξει αυτή τη σχέση μεταξύ των δύο μορφών ερευνών. Ο βαθμός επιτυχίας του εγχειρήματος θα αποτιμηθεί από τους αναγνώστες της.

 

Συμπεράσματα

Ο σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν η διερεύνηση του βιώματος αθλητών που συμμετέχουν σε αγωνίσματα υπεραποστάσεων. Για τον σκοπό αυτό διερευνήθηκε το βίωμα αθλητών υπεραποστάσεων με μια ποιοτικού τύπου έρευνα και συγκεκριμένη με μια φαινομενολογική έρευνα. Η φαινομενολογική εμπειρική έρευνα έχει τις ρίζες της στην φαινομενολογία που είναι μια ολόκληρη σχολή σκέψης στην φιλοσοφία. Οι βασικές οντολογικές και επιστημολογικές παραδοχές προέρχονται από αυτή τη σχολή και επιβάλλουν ένα ιδιαίτερο τρόπο ανάλυσης των δεδομένων. Στη βάση όλων των παραπάνω αναλύθηκε το βίωμα οκτώ αθλητών υπεραποστάσεων. Το κύριο εύρημα της έρευνας ήταν ότι οι συμμετέχοντες βίωσαν τέσσερα μοτίβα θεμάτων: αίσθηση της στιγμής, ανεστιότητα, δοκιμασία και τέλος ελευθερία και αυτονομία. Τα ευρήματα αυτά έρχονται προς επίρρωση της θέσης του Drew Hyland (1990) ότι θεμελιώδες στοιχείο των σπορ και του αθλητισμού είναι η αίσθηση της ελευθερίας που πηγάζει όχι από την έλλειψη κανόνων, περιορισμών και υπερβάσεων αλλά εξαιτίας αυτών. Βεβαίως, όπως κάθε έρευνα έτσι και αυτή, γεννά ανάγκες περαιτέρω έρευνας. Η υπέρβαση του περιορισμού των πληροφορητών σε άνδρες συνιστά την ανάγκη μιας νέας ερευνητικής προσπάθειας. Επιπλέον περιορισμός της έρευνας σε πληροφορητές που σταθερά και για πολλά χρόνια συμμετέχουν σε αγώνες υπεραποστάσεων. Το ερώτημα που ανακύπτει είναι αν το βίωμα τους συμπίπτει με το βίωμα ατόμων που για πρώτη φορά συμμετέχουν σε τέτοιους αγώνες.  Ολοκληρώνοντας η φαινομενολογική έρευνα στο χώρο του αθλητισμού είτε ως εμπειρική είτε ως φιλοσοφική έρευνα μπορεί να εμβαθύνει την κατανόησή μας για τον αθλητισμό, τα σπορ και τα παιχνίδια.

 

Βιβλιογραφικές Αναφορές

Brentano, F. (1995). Psychology from an empirical standpoint. New York: Routledge.

Brymer, E. & Oades, L. (2009). Extreme sports: A positive transformation in courage and humility. Journal of Humanistic Psychology. 49(1), 114-126.

Brymer, E. & Schweitzer, R. (2012). Extreme sports are good for your health: A phenomenological understanding of fear and anxiety in extreme sport. Journal of Health Psychology. 18(4), 477-487.

Brymer, E. & Schweitzer, R. (2013). The search for freedom in extreme sports: A phenomenological exploration. Psychology of Sport and Exercise. 14, 865-873.

Brymer, E., Downey, G. & Gray, T. (2009). Extreme sports as a precursor to environmental sustainability. Journal of Sport and Tourism. 14(2-3), 1-12.

Campbell, D. & Johnson, E. (2005). If it can't kill you, it just isn't sporting. Observer. 27 March, p. 6.

Creswell, J. (1998). Qualitative inquiry and research design: Choosing among five traditions. Thousand Oaks, CA: SAGE.

Creswell, J. (2007). Qualitative inquiry and research design: Choosing among five traditions. Thousand Oaks, CA: SAGE.

Crowell, S. & Malpas, J., (2007). Introduction: Transcendental Heidegger. Ιn S. Crowell & J. Malpas (eds.), Transcendental Heidegger, (pp. 1–9). Stanford University Press, Stanford.

Davidsen, A. S. (2013). Phenomenological Approaches in Psychology and Health Sciences. Qualitative Research in Psychology, 10(3), 318-339, DOI: 10.1080/14780887.2011.608466

Eddles-Hirsch, K. (2015). Phenomenology and Educational Research. International Journal of Advanced Research 3(8), 251–260.

Giorgi, A. (1997). The theory, practice and evaluation of the phenomenological method as a qualitative research procedure. Journal of Phenomenological Psychology, 28(2), 235–61.

Heidegger, M. (1962). Being and Time. Oxford: Blackwell.

Hyland, D.A. (1990). Philosophy of Sport. New York: Paragon House.

Holt, N., Lee, H. & Kim, Y. (2014). Exploring experiences of running an ultramarathon. The Sport Psychologist. 28(1), 22-35.

Husserl, E. (1982). Logical investigations. London: Routledge & Kegan Paul.

Husserl, Ed. (1969). Formal and Transcendental Logic. The Hague: Matinus Nijhoff.

Jeukendrup A. E. (2017). Training the gut for athletes. Sports Medicine. 47, 101–110.

Johnson, U., Kentta, G., Ivarsson, A., Alvmyren, I. & Karlsson, M. (2016). An ultra runner's experience of physical and emotional challenges during a 10-week continental run. International Journal of Sport and Exercise Psychology. 14(1), 72-84.

Kerr, J., Frank-Ragan, E. & Brown, R. (1993). Taking risks with health. Patient Education and Counselling. 22, 73-80.

Kerry, D. S. & Armour, K. M. (2000). Sport Sciences and the Promise of Phenomenology: Philosophy, Method, and Insight. Quest 52(1), 1–17.

Khodaee, M., Spittler J., Vanbaak K., Changstrom B. G. & Hill J. C. (2015). Effects of running an ultramarathon on cardiac, hematologic, and metabolic biomarkers. International Journal of Sports Medicine. 36, 867–871.

Lane, A. & Wilson, M. (2011). Emotions and trait emotional intelligence among ultra-endurance runners. Journal of Science and Medicine in Sports. 14, 358–362.

Large W. (2008). Heidegger's being and time. Bloomington: Indiana University Press.

Lincoln, Y. & Guba, E. (1985). Naturalistic inquiry. Thousand Oaks, CA: SAGE.

Martínková, I. & Parry, J. (2011). An Introduction to The Phenomenological Study of Sport. Sport, Ethics and Philosophy, 5(3), 185-201, DOI: 10.1080/17511321.2011.602571

Moran, D. & Mooney, T. (2002). The phenomenology reader. Routledge: Oxon.

Moustakas, C. (1994). Phenomenological research methods. Thousand Oaks, CA: Sa.

Munhall, P. L. (1994). Revisioning phenomenology: Nursing and health science research. New York: National League for Nursing.

Philippe, A., Rochat, N., Vauthier, M. & Hauw, D. (2016). The story of withdrawals during an ultratrail running race: A qualitative investigation of runner's courses of experience. Sports Psychologist. 30(4), 361-375

Ryle G. (1932). Phenomenology. Aristotelian Society Supplementary Volume XI, 68–83.

Silins, N. (2019). Perceptual Experience and Perceptual Justification. In N. Zalta (ed). The Stanford Encyclopedia of Philosophy. Stanford University. https://plato.stanford.edu/archives/sum2019/entries/perception-justification/

Smith, D. W. (2003). Phenomenology. In N. Zalta (ed). The Stanford Encyclopedia of Philosophy. Stanford University. https://plato.stanford.edu/archives/sum2018/entries/phenomenology/

Spiegelberg, H. (1972). Phenomenology in psychology and psychiatry. Evanston, IL: Northwestern University Press.

Spiegelberg, H. (1978). The phenomenological movement. A historical introduction (2nd Ed). Martinus Nijhoff: The Hague.

Spiropoulos A., Goussetis E., Margeli A., Premetis E., Skenderi K., Graphakos S., et al. (2010). Effect of inflammation induced by prolonged exercise on circulating erythroid progenitors and markers of erythropoiesis. Clinical Chemistry and Laboratory Medicine, 48, 199–203.

Searight, R & Young, R. (1994). Qualitative research and family systems medicine: A natural fit. Family Systems Medicine 12(2), 117–131.

Tomkins, L., & Eatough, V. (2013). The feel of experience: phenomenological ideas for organizational research. Qualitative Research in Organizations and Management: An International Journal, 8(3), 258-275. doi:doi:10.1108/QROM-04-2012-1060

Waskiewicz, Z., Nikolaidis, P., Chalabaev, A., Rosemann, T. & Knechtle, B. (2019). Μotivation in ultra-marathon runners. Psychology and Behaviour Management. 12, 31-37

Willing, C. (2008). A phenomenological investigation of the experience of taking part in extreme sports. Journal of Health Psychology. 13(5), 690–702

Zahavi, D. (2003). Husserl's phenomenology. CT: Stanford University Press.

Zaryski, C, Smith, D. J. (2005). Training principles and issues for ultra-endurance athletes. Current Sports Medicine Reports, 4(3), 165–70.

Zuckerman, M. (1983). Sensation seeking and sports. Personality and Individual Differences. 4(3), 285-292

Βουδούρης, Κ. (1980). Απόψεις πάνω στη σύγχρονη μεταφυσική. Αθήνα: Αυτό-έκδοση

Ίσαρη, Φ. & Πούρκος, Μ. (2015). Ποιοτική Μεθοδολογία Έρευνας. Εφαρμογές στην Ψυχολογία και στην Εκπαίδευση. Ελληνικά Ακαδημαϊκά Συγγράμματα και Βοηθήματα. – Κάλλιπος.

Μαρξ, Κ. (2016). Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Χάϊντεγγερ, Μ. (1978). Είναι και Χρόνος. Αθήνα: Δωδώνη.

Φρομ, E. (2017). Ο Φόβος μπροστά στην Ελευθερία. Αθήνα: Διόπτρα.

 

Παράρτημα 1.

Εισαγωγικές ερωτήσεις

Πώς ξεκίνησες το τρέξιμο;

Τι σημαίνει για σένα το τρέξιμο;

Γιατί επέλεξες να συμμετάσχεις σε αγώνα υπεραπόστασης;

Κύριες ερωτήσεις

Περιέγραψε μας έναν αγώνα σου υπεραπόστασης

Πώς βιώνεις τον αγώνα;

Περιέγραψε μας πώς βιώνεις την κόπωση/ τι νοιώθεις;

Συμπληρωματικές ερωτήσεις

Τι σκέφτεσαι στον αγώνα;

Πώς ξεπερνάς τις δυσκολίες;

Μιλάς στον εαυτό σου;

 

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Μοιράσου το με τους φίλους σου!

Κάντε "like" στη σελίδα μας στο facebook για όλα τα τελευταία Running News!

...διάβασε επίσης
100 πορτρέτα αθλητών Αφιέρωμα! Οι 13 Ελληνίδες που έχουν τερματίσει το ΣΠΑΡΤΑΘΛΟΝ στα 40 χρόνια της ιστορίας του

Run for the Kids
Σχόλια αναγνωστών
...διάβασε επίσης
Όταν ο αγώνας δεν πάει όπως θα θέλαμε: Αποτυχία ή βήμα προς την επιτυχία; Αυτός ο αριθμός push-ups δείχνει ότι έχετε δυνατή καρδιά
7 Ερωτήσεις που οδηγούν στην επιλογή της κατάλληλης τεχνικής κάλτσας 7 Running Μοντέλα για κάθε τύπο τρεξίματος!
Nutrition News

Run for the Kids

Brooks

Osteoflex

VO Store

Πρέπει να διαβάσετε
29 Μαϊ 23
Αυτό το Super Shoe της Under Armour θα το λατρέψεις
Η μοναδική επιδίωξη της Under Armour είναι να κάνει τους δρομείς γρηγορότερους. Θέτει ως βασικό στόχο τη δημιουργία τεχνολογιών σε ρούχα και παπούτσια που θα βοηθούν τους αθλητές να αποδίδουν τα μέγιστα στην προπόνηση και τον αγώνα
17 Μαϊ 23
«Τρέχουμε για τα Παιδιά με αναπηρία», Σάββατο 10 Ιουνίου 2023, ώρα 18:00 στη Βούλα
Το Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Αττικής (Κ.Κ.Π.Π.Α.) και ο Σύλλογος Ιωνάς ΑμεΑ διοργανώνουν το Σάββατο 10 Ιουνίου 2023, ώρα 18:00 στον χώρο που στεγάζεται το Παράρτημα Αποθεραπείας & Αποκατάστασης Παιδιών με Αναπηρία Βούλας (Π.Α.Α.Π.Α.B. - πρώην ΠΙΚΠΑ Βούλας), αγώνες δρόμου με την επωνυμία «Run for the kids with disabilities - Τρέχουμε για τα Παιδιά με αναπηρία».
05 Απρ 23
SALT BOOSTER CAPS: O Ρυθμιστής ηλεκτρολυτών
Είναι ένα συμπλήρωμα ρύθμισης ηλεκτρολυτών, που σχεδιάστηκε για να καλύψει τις ανάγκες όλων των αθλητών κατά την διάρκεια δραστηριοτήτων όπως τρέξιμο, ορειβατική πεζοπορία, ποδηλασία, κολύμβηση ποδόσφαιρο, μπάσκετ.
01 Απρ 23
Ζήσε την απόλυτη online shopping εμπειρία στο rundome.gr !
Το κορυφαίο ελληνικό δρομικό κατάστημα Rundome απογειώνει την εμπειρία των αθλητών στην αγορά εξειδικευμένου εξοπλισμού Running με το νέο ηλεκτρονικό του κατάστημα στο rundome.gr .


©2005-2023 RunningNews.gr: Τα πάντα για το τρέξιμο, το δρομέα και τους αγώνες δρόμου. Ενημέρωση, Αρθρογραφία, Φωτογραφίες, Βίντεο, Φόρουμ - Όροι Χρήσης
Επικοινωνήστε μαζί μας για οτιδήποτε επιθυμείτε στο info [at] runningnews [dot] gr - Αν επιθυμείτε να διαφημιστείτε στο RunningNews.gr δείτε εδω

SportsWeb.gr Network: RunningNews.gr - trinews.gr - Runster.gr - Energy Races - duathlon.gr - Nutrition News - Fitness Pulse