Το πρώτο πράγμα που οι προπονητές καλούνται να εξετάσουν, να δουλέψουν, να καθορίσουν και να προσπαθήσουν να πετύχουν όταν αναλαμβάνουν έναν αθλούμενο είναι ο τελικός στόχος που έχει καθοριστεί αλλά και οι στόχοι της προπονητικής διαδικασίας που έχει ακολουθήσει ο αθλούμενος προκειμένου αυτός να επιτευχθεί.
Ο πιο ‘’διάσημος’’ στόχος στο χώρο του τρεξίματος είναι, προφανώς, ο τελικός στόχος. Αυτός αφορά συνήθως σε έναν αγώνα-στόχο και είναι πολύ εύκολο να συγκεκριμενοποιηθεί (π.χ 5 χιλιόμετρα κάτω από 20 λεπτά) και εν τέλει να εξεταστεί εάν επετεύχθει ή όχι, πράγμα το οποίο ίσως ορισμένες φορές να μην βγαίνει σε καλό.
Ο τελικός στόχος, μπορεί να είναι χρήσιμος και να χρησιμοποιείται ως κίνητρο από τον αθλούμενο καθώς θα γνωρίζει την κατεύθυνση της προπόνησής του αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένα χρήσιμο εργαλείο το οποίο όμως δεν έχει άμεση επίδραση στον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να πετύχει τον στόχο αυτό. Αυτό που έχει πραγματική σημασία είναι ο δρόμος προς την επίτευξη του τελικού στόχου. Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν η προσήλωση και η συνέπεια κατά την προπονητική διαδικασία καθώς αυτες είναι εκείνες που θα φέρουν την μακροπρόθεσμη βελτίωση στον αθλούμενο.
Οι στόχοι στο μακρύ μονοπάτι της προπόνησης μοιάζουν περισσότερο με ένα αλληλένδετο σύνολο μικρο-στόχων που θα οδηγήσουν τελικά τον δρομέα στα επιθυμητά αποτελέσματα. Οι μικρο-στόχοι λοιπόν αυτοί, λαμβάνοντας υπόψιν έναν τυπικό δρομέα, βασίζονται κυρίως στα παρακάτω:
- Συνολικός ύπνος (σταθερές ώρες ύπνου κτλ.)
- Αντιμετώπιση και πρόληψη τραυματισμών
- Εβδομαδιαίος ρυθμός αύξησης του όγκου προπόνησης (συνολική χιλιομετρική απόσταση)
- Επιτυχία-αποτυχία εκτέλεσης των προπονήσεων του κύκλου του
- Αίσθημα ικανοποίησης έπειτα από την κάθε προπόνηση, αποδοτικότητας, διαχείριση επιπέδων ενέργειας κτλ.
Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ο τελικός στόχος ή στόχοι, μπορούν να εξετασθούν εάν επιτεύχθηκαν ή όχι με απόλυτη ακρίβεια. Επομένως και το εάν η προπόνηση ήταν επιτυχής ή ανεπιτυχής. Το πρόβλημα όμως με το σκεπτικό αυτό είναι ότι μπορεί να λειτουργήσει εις βάρος της όλης προπονητικής διαδικασίας που ακολουθήθηκε και της όποιας βελτίωσης έχει σημειωθεί από τον αθλούμενο. Καθίσταται άτοπο λοιπόν, το να κριθούν μήνες δουλειάς από το αποτέλεσμα μίας και μόνο επίδοσης , μίας επίδοσης μάλιστα που είναι τόσο μεταβλητή ακόμη και όταν αναφερόμαστε σε αθλητές υψηλού επιπέδου. Σκεφτείτε το παράδειγμα των 20 λεπτών στα 5 χιλιόμετρα και το σενάριο όπου ο αθλούμενος τελικά δεν καταφέρνει να σπάσει το φράγμα των 20 λεπτών για μόλις 5 δευτερόλεπτα. Θα θεωρηθεί τότε αποτυχία μόνο και μόνο επειδή δεν πέτυχε το στόχο του?
Ομοίως, οι στόχοι κατά τον κύκλο της προπόνησης δεν μπορούν να καθοριστούν από μία μεμονωμένη καλή ή κακή ‘’μέρα’’. Αυτό που πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν είναι οι σταθερές εβδομαδιαίες/μηνιαίες βελτιώσεις και επιδόσεις του αθλούμενου. Αυτές οι σταθερές και οριακές βελτιώσεις είναι εκείνες που έχουν ουσιαστική σημασία και οδηγούν σε αποτελέσματα.
Τα lockdown σε πολλές χώρες ήταν μία πολύ καλή απεικόνιση για εκείνους που συνηθίζουν να επικεντρώνονται στους στόχους του κύκλου τους και για εκείνους που ξαφνικά βρέθηκαν δίχως αγωνιστικό στόχο αφού αυτοί απλά δεν γίνονταν. Κατά συνέπεια, οι τελευταίοι δεν είχαν κίνητρο να κάνουν προπόνηση.
Γενικά, είναι σωστό ο αθλούμενος σε συνεργασία με τον προπονητή του να θέτουν από κοινού έναν τελικό στόχο που να θέτει τις κατευθυντήριες γραμμές της προπόνησης. Αυτός ωστόσο, δεν θα πρέπει να είναι αυτοσκοπός και να καθορίζει την απόδοση του δρομέα. Ο αθλούμενος θα πρέπει να θέτει αρχικά μικρούς, σταθερούς και ρεαλιστικούς στόχους είτε αυτοί είναι εβδομαδιαίοι είτε είναι απλώς ψυχολογικοί (αίσθημα χαράς, απελευθέρωσης μετά ή κατά τη διάρκεια της προπόνησης). Αυτοί οι μικρο-στόχοι είναι που θα τον κρατήσουν σε εγρήγορση και θα του δώσουν ένα σταθερό σκοπό έτσι ώστε να καταρρίψει τον τελικό του στόχο.
Ζήσης Πετσόπουλος
Προπονητής δρόμων αντοχής,
Απόφοιτος Σ.Ε.Φ.Α.Α του ΕΚΠΑ