Κοιτάζεις τον πίνακα με τα πανελλήνια ρεκόρ και συνειδητοποιείς ότι κάποια από αυτά περνούν σιγά-σιγά στη λήθη. Όπως αυτό των 3.000 μέτρων στιπλ, των 10.000 μέτρων και του Μαραθωνίου των ανδρών.
Στη δεκαετία του ’80 σημειώθηκαν όλα. Το 1983 από τον Κύπριο Φίλιππο Φιλίππου το πρώτο – παρακαταθήκη στον ελληνικό στίβο λίγο πριν από το διαχωρισμό των ομοσπονδιών. Το 1987 και το 1988 αντίστοιχα, τα δύο επόμενα από τον Σπύρο Ανδριόπουλο. Δύο γενιές αθλητών και κανείς τους δεν κατάφερε να τα ξεριζώσει. Και όσο περνούν τα χρόνια, οι ρίζες τους γίνονται βαθύτερες.
Σε λίγες μέρες, στο Αυθεντικό Μαραθώνιο, θα γίνει άλλη μια νέα απόπειρα να πέσει το 2:12.04 που βαστάει από τις 9 Οκτωβρίου 1988 και καταγράφηκε στη διαδρομή των ρεκόρ, στο Βερολίνο. Τριάντα πέντε χρόνια και οι σελίδες στο ημερολόγιο εξακολουθούν να γυρνούν…
Οι ελπίδες για μια νέα πανελλήνια επίδοση στις 12 Νοέμβρη στο Μαραθώνιο της Αθήνας είναι απειροελάχιστες – λόγω και της δυσκολίας της διαδρομής-, η συγκυρία όμως μάς έβαλε στη διαδικασία να αναζητήσουμε τον Σπύρο Ανδριόπουλο, για να μας δώσει τη δική του ερμηνεία για το ακατάρριπτο των επιδόσεών του και να μοιραστεί με τους φίλους του στίβου τη διαδρομή της ζωή του, τα ρεκόρ, τις επιτυχίες και τη θητεία του στο στρατιωτικό αθλητισμό.
Η ιστορία μας ξεκινά τις αρχές τις δεκαετίας του ’70, στις γειτονιές της Πάτρας…
«Ξεκίνησα αθλητισμό… κατά λάθος, όταν ο γυμναστής μάς ζήτησε να δηλώσουμε συμμετοχή στο σχολικό ανώμαλο δρόμο. Δύο χρόνια αργότερα, στη Γ’ Λυκείου, είχα την ευτυχία να έχω γυμναστή τον Βασίλη Σεβαστή. Με ενέπνευσε να ασχοληθώ σοβαρά με το στίβο, με τον πρωταθλητισμό.
Ήρθα στην Αθήνα και εντάχθηκα, μαζί με όλους τους μεγάλους πρωταθλητές της εποχής, στο γκρουπ του Μιχάλι Ιγκλόι, έναν προπονητή που μεγαλούργησε στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, εφαρμόζοντας πρωτοποριακές μεθόδους, όπως η διαλειμματική προπόνηση.Βρέθηκε στην Ελλάδα και έμεινε για περισσότερα από είκοσι χρόνια, μέχρι τα 75 του, όταν πια ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για να αποσυρθεί. Μετά πέρασα στον Σπήλιο Ζαχαρόπουλο μέχρι το 1998, όταν τερμάτισα την καριέρα μου στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Βουδαπέστης».
Περιγράφοντας την εποχή που φορούσε κοντά παντελονάκια, ο Σπύρος Ανδριόπουλος εξηγεί πώς ήρθαν τα μεγάλα ρεκόρ των Ελλήνων δρομέων στις αποστάσεις:
«Είμασταν μια φουρνιά αθλητών, ανθεκτικοί ως χαρακτήρες. Η φύση της ζωής μας μάς χαλύβδωσε. Από πολύ μικροί διανύαμε αποστάσεις με τα πόδια ή με το ποδήλατο για να πάμε στο σχολείο, στην προπόνηση, όπως οι Κενυάτες και οι Αιθίοπες. Μέσα από αυτή τη διαδικασία δυναμώσαμε. Σήμερα, η ζωή είναι διαφορετική, τα παιδιά δεν αντιμετωπίζουν παρόμοιες δυσκολίες. Οι νέοι γονείς δίνουμε τα πάντα στα παιδιά μας, δεν τα έχουμε μάθει να κοπιάζουν για να δρέψουν καρπούς.
Η επιτυχία των αθλητών εκείνης της εποχής οφείλεται, φυσικά, και στην προπόνηση. Είχαμε κίνητρο, αναζητούσαμε την καταξίωση. Είχαμε ως πρότυπα αθλητές πολύ υψηλού επιπέδου, όπως ο Μιχάλης Κούσης, ο Μάριος Κασσιανίδης. Θέλαμε να τους ξεπεράσουμε».
Το 1987 ο Σπύρος Ανδριόπουλος τερμάτισε έβδομος στον τελικό των 10.000 μέτρων του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος της Ρώμης, με χρόνο 28.07.17, άλλη μια ακατάρριπτη ως σήμερα επίδοση, όπως και το δικό του επίσης 1:03.04 στον ημιμαραθώνιο από τις 18 Δεκεμβρίου 1988 στο Παλέρμο. Με την έβδομη θέση στη Ρώμη έγινε ο πρώτος Έλληνας που κατατάχθηκε τόσο ψηλά σε παγκόσμιο πρωτάθλημα. Ήταν η παρθενική μεγάλη διάκριση της καριέρας του. Ακολούθησαν κι άλλες, αλλά στο μαραθώνιο:
«Την ίδια χρονιά, στο δεύτερο μαραθώνιο της καριέρας μου, σημείωσα 2:14.19 και πήρα το πανελλήνιο ρεκόρ του Μιχάλη Κούση, που ήταν 2:14.35. Το 1988 τερμάτισα δεύτερος στο Βερολίνο και το 1989 ήμουν τρίτος στην ίδια πόλη.
Εκείνη την εποχή με 2:12.04 έμπαινες στην εξάδα σε μεγάλες διοργανώσεις. Το παγκόσμιο ρεκόρ ήταν 2:07 και με 2:09-2:11 έπαιρνες μετάλλιο. Τώρα, για να καταταγείς στους δέκα πρώτους χρειάζεσαι 2:03 ή 2:04».
Υπάρχει κάποιος Έλληνας δρομέας σήμερα που μπορεί να τρέξει γρηγορότερα από το 2:12.04; Κι αν ο Σπύρος Ανδριόπουλος είχε τα τωρινά πλεονεκτήματα που παρέχει η τεχνολογία, ως πού μπορούσε μα φτάσει;
«Με τα σημερινά παπούτσια θα πετύχαινα παγκόσμιο ρεκόρ. Με την καλύτερη επίδοση πλέον στις δύο ώρες, ο καλύτερος Έλληνας έπρεπε να είναι αναλογικά στο 2:05.
Ευελπιστώ, με τη βοήθεια και της τεχνολογίας, τα νέα παπούτσια, τις εξελιγμένες προπονητικές μεθόδους, να βρεθούν σε τρία, πέντε χρόνια τα παιδιά που θα τα καταφέρουν. Υπάρχουν νέοι, εξελίξιμοι που μπορούν να πάρουν τα ρεκόρ μου.
Δεν μπορεί να αντέχουν αυτά τα ρεκόρ 35 και 36 χρόνια…
Για να τρέξεις γρήγορο μαραθώνιο, πρέπει να προέρχεσαι από μικρότερες αποστάσεις. Για παράδειγμα, η Σιφάν Χασάν, που είναι 1500άρα, τρέχει σε 2:13. Όλοι έχουν περάσει από τα 5.000 και τα 10.000 μέτρα και είναι τόσο γρήγοροι, όσο χρειάζεται για να έχουν τα περάσματα που απαιτούνται για μια μεγάλη επίδοση.
Πρέπει να είσαι κατάλληλα προετοιμασμένος για να αντέξεις στην πίεση και τις συνθήκες που απαιτούνται και να λειτουργήσουν οι μηχανισμοί παραγωγής ενέργειας που έχεις ενισχύσει με την προπόνηση. Έτσι μόνο θα ανταπεξέλθεις στα 42 χιλιόμετρα του αγώνα, αλλά και στα τελευταία 195 μέτρα. Γιατί έχουμε δει αθλητές να καταρρέουν στα τελευταία μέτρα».
Με την εμπειρία που κουβάλα στις πλάτες του και στα… πόδια του, ο 61χρονος σήμερα Σπύρος Ανδριόπουλος είναι ο πλέον κατάλληλος για να εξηγήσει την μοναδικότητα του μαραθωνίου και δη του Αυθεντικού σε σχέση με τα υπόλοιπα αγωνίσματα του κλασικού αθλητισμού:
«Ο Μαραθώνιος απαιτεί μεγάλη προσπάθεια και ειδική, επίπονη προετοιμασία για να αντέξεις. Και σε βοηθά πολλαπλά στη ζωή σου. Είναι ουσιαστικά ένα μέσο για να απολαμβάνεις καλύτερη ποιότητα ζωής. Να είσαι υγιής και ως εκ τούτου πιο παραγωγικός.
Είναι ένα μαζικό αγώνισμα. Βλέπεις στον ίδιο αγώνα τον κάτοχο του παγκοσμίου ρεκόρ και έναν που απλά ενδιαφέρεται να καταρρίψει την ατομική επίδοσή του. Που θα πάει την άλλη μέρα στο γραφείο και θα πει με καμάρι στους συναδέλφους του ότι τερμάτισε.
Ειδικά ο Αυθεντικός Μαραθώνιος αποτελεί έναν μοναδικό αγώνα και έχει καταξιωθεί ως ένα μεγάλο γεγονός. Επόμενος στόχος είναι να καθιερωθεί στη συνείδηση των δρομέων όλων του κόσμου. Να περάσουμε το μήνυμα ότι έστω μια φορά στη ζωή σου, πρέπει να τρέξεις σε αυτόν τον αγώνα.
Διεξάγονται χιλιάδες μαραθώνιοι ανά τον κόσμο. Μόνο ο δικός μας, όμως, έχει βαριά ιστορία και κληρονομιά».
Μετά την αποφοίτησή του από τα ΤΕΦΑΑ, ο Σπύρος Ανδριόπουλος κατατάχτηκε στο Πολεμικό Ναυτικό και υπηρέτησε ως αξιωματικός. Του προτάθηκα να παραμείνει ως τεχνικός σύμβουλος σε θέματα αθλητισμού. Μετά το πέρας της καριέρας του έγινε βοηθός και στη συνέχεια τμηματάρχης στο ΑΣΑΕΔ. Από το 2011 είναι διευθυντής και συνδράμει κι αυτός από το δικό του μετερίζι στην ομαλή διεξαγωγή του Αυθεντικού Μαραθωνίου, εκπροσωπώντας το Υπουργείο Άμυνας και το ΓΕΕΘΑ, που διαθέτει προσωπικό σε σημαντικούς τομείς όπου απαιτείται καλός συντονισμός με την οργανωτική επιτροπή.
«Το ΑΣΑΕΔ έχει μεγάλη προσφορά στον ελληνικό αθλητισμό γιατί συμβάλλει τα μέγιστα στη συνέχιση της καριέρας των πρωταθλητών μας», μας λέει και προσθέτει: «Παράλληλα, έχουμε την ευθύνη λειτουργίας γυμναστηρίων σε όλη την Ελλάδα και της φυσικής κατάστασης των ενόπλων μας. Καλύπτουμε ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων, προκειμένου να ευαισθητοποιήσουμε τον κόσμο να στραφεί στον αθλητισμό.
Ταυτόχρονα με τον επετειακό 40ό διοργανώνουμε και τον 9ο Στρατιωτικό Μαραθώνιο. Υπάρχει σύνδεση των Ενόπλων Δυνάμεων με το αγώνισμα. Θυμίζω ότι ο Πιέρ ντε Κουμπερτέν δέχτηκε την εισήγηση του Μισέλ Μπρεάλ να ενταχθεί το αγώνισμα στο Ολυμπιακό πρόγραμμα τοι 1896, εις ανάμνηση του άθλου του Αθηναίου οπλίτη, που μετέφερε το μήνυμα της νίκης από τη Μάχη του Μαραθώνα».
Στην καριέρα του ο Σπύρος Ανδριόπουλος έτρεξε 26 φορές στο μαραθώνιο. Στην Αθήνα, τη Νέα Υόρκη, το Σικάγο, το Χιούστον, τη Βοστώνη, το Βερολίνο.
«Από τότε που έτρεχα, αναρωτιόμουν γιατί δεν κάνουμε κι εμείς ένα μεγάλο μαραθώνιο με 20.000-30.000 συμμετοχές. Τρέχαμε και δίπλα μας κυκλοφορούσαν αυτοκίνητα. Είμασταν 2.000 και οι 1.500 ήταν ξένοι, που είχαν διαβάσει την ιστορία του και ήθελαν να έρθουν στην Ελλάδα. Και να που έγινε πραγματικότητα!».
Ζητήσαμε από τον παλιό πρωταθλητής μας να μας εξιστορήσει στιγμιότυπα από μαραθωνίους που έχουν μείνει ανεξίτηλα στη μνήμη του:
«Στον τρίτο μαραθώνιο της ζωής μου, στη Νέα Υόρκη, όπου έκανα 2:14, ξεκίνησα, όπως πάντα, με το πρώτο γκρουπ. Πέρασα τα μισά σε 1:04.50, που αντιστοιχεί σε επίδοση 2.08-2:09. Ο πρώτος τερμάτισε σε 2:09.50.
Μέχρι το 30ό χιλιόμετρο ήμουν μεταξύ των πρώτων. Δυστυχώς στα τελευταία μέτρα υπέφερα, γιατί δεν είχαν την κατάλληλη προπόνηση και τερμάτισα 11ος. Παντού έβλεπα ελληνικές σημαίες και ομογενείς να με χειροκροτούν. Απόρησα. Μετά μου είπαν ότι είδαν πως βρισκόμουν μεταξύ των πρώτων και ήλπιζαν να κερδίσω, όπως ο Στέλιος Κυριακίδης το 1946 στη Βοστώνη.
Στο Βερολίνο, όταν πέτυχα το πανελλήνιο ρεκόρ, θα μπορούσα να τρέξω ακόμα και 2:10-2:11, αλλά στα τελευταία χιλιόμετρα και πάλι έπεσε ο ρυθμός μου, κι αυτό είχε να κάνει με την προπόνηση. Δεν ξέραμε τότε πώς να κάνουμε σωστή προπόνηση Μαραθωνίου. Πρώτος ήταν ο Τανζανός Σουλεϊμάν Νιαμπούι, o δεύτερος των Ολυμπιακών Αγώνων της Μόσχας στα 5.000 μέτρα. Την απονομή έκανε ο Μάμο Γουόλντε ο ολυμπιονίκης του 1968 από την Αιθιοπία (και τρίτος το 1972 στο Μόναχο). Μια πολύ ιδιαίτερη στιγμή.
Από το 1980 μέχρι το 1998 που σταμάτησα, ήμουν αδιάληπτα μέλος της εθνικής ομάδας, μετέχοντας σε αποστάσεις από 1.500 μέτρα έως μαραθώνιο.
Έκτοτε έτρεξα σε ελάχιστους αγώνες, αλλά ποτέ ξανά σε μαραθώνιο».